- σαλαμάνδρας
- σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδραsalamanderfem acc plσαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδραsalamanderfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
λιπόρρινος — (I) λιπόρρινος, ον (Α) (για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο γδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»]. (II) λιπόρρινος, ον (Α) (επίθ. τής σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + ῥινός … Dictionary of Greek
σαλαμανδρίνη — και σαλαμαντρίνη, η, Ν αλκαλοειδές δηλητήριο το οποίο περιέχεται στο υγρό που εκκρίνεται από το δέρμα τής σαλαμάνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλαμάνδρα + κατάλ. ίνη] … Dictionary of Greek
σαμανδαρίνη — η, Ν (βιοχ.) στεροειδικό αλκαλοειδές το οποίο εκχυλίζεται από το δηλητήριο τών δερματικών αδένων τής σαλαμάνδρας … Dictionary of Greek
σαμανδαρόνη — η, Ν (βιοχ.) στεροειδικό αλκαλοειδές που συνοδεύει την σαμανδαρίνη στο δηλητήριο τών δερματικών αδένων τής σαλαμάνδρας … Dictionary of Greek
αμβλύστομα — (amblystoma).Επιστημονική ονομασία γένους αμφιβίων της οικογένειας των αμβλυστομιδών. Ζουν στη Βόρεια Αμερική, από τις νότιες περιοχές του Καναδά έως το κεντρικό Μεξικό. To σώμα τους μοιάζει με αυτό της σαλαμάνδρας και έχει μήκος 10 έως 20 εκ.·… … Dictionary of Greek
αξολότλ — Προνυμφική μορφή αμφίβιου ουροδελούς (αμβλύστομο η τίγρις), είδους σαλαμάνδρας που ζει στις λίμνες των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες πίστευαν πως το α., που μέχρι τότε γινόταν εύκολα η εκτροφή και η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek
Γιάκομπ — (Scheuchzer). Ελβετός φυσιοδίφης (1672 1733). Σπούδασε στο Άλτντορφ και στην Ουτρέχτη. Χρημάτισε αστίατρος της Ζιρίχης, καθηγητής μαθηματικών και καθηγητής φυσικής σε γυμνάσιο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τους παγετώνες και τη γεωλογική δομή των… … Dictionary of Greek